- οστεοφυλάκιο
- τοχώρος κλειστός του νεκροταφείου, όπου φυλάγονται τα οστά ή οι οστεοθήκες των νεκρών μετά την ανακομιδή τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οστεοφυλάκιο — Χώρος στον οποίο φυλάσσονται τα οστά. Σε όλα τα νεκροταφεία υπάρχει ένα μικρό δωμάτιο στο οποίο φυλάσσονται τα οστά των νεκρών μετά την παρέλευση συνήθως μιας τριετίας. Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν μικρά ο. κατά μήκος των διαδρόμων των… … Dictionary of Greek
κολουμβάριο — Οστεοφυλάκιο των ρωμαϊκών και των ετρουσκικών νεκροταφείων. Στην κυριολεξία σημαίνει περιστεριώνας. Η λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά για τις υπόγειες κρύπτες, οι τοίχοι των οποίων ήταν γεμάτοι από μικρές κόγχες, τοποθετημένες σε σειρές, η μία… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
ανακομίζω — (Α ἀνακομίζω) επαναφέρω, μεταφέρω, παίρνω μαζί μου (στα αρχ. και μέσ.) μσν. νεοελλ. κάνω ανακομιδή, μεταφέρω τα οστά νεκρού από τον τάφο σε οστεοφυλάκιο, χωνευτήρι ή αλλού αρχ. Ι. ενεργ. 1. ξεχρεώνω, εκπληρώνω, πραγματοποιώ 2. θεραπεύω, γιατρεύω… … Dictionary of Greek
ανακομιδή — η (Α ἀνακομιδή) [ἀνακομίζω] επαναφορά, επάνοδος, επιστροφή, μεταφορά νεοελλ. εκταφή και μεταφορά τών οστών νεκρού σε οστεοφυλάκιο, χωνευτήρι ή αλλού αρχ. 1. ανάληψη, ανάκτηση 2. ανάρρωση από ασθένεια 3. απόσπαση, βγάλσιμο … Dictionary of Greek
αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… … Dictionary of Greek
οστό — το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον) υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο νεοελλ. φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά» (για ιδέα, προσπάθεια ή… … Dictionary of Greek
χωνευτήριο — το / χωνευτήριον, ΝΜΑ, και χωνευτήρι Ν μεταλλευτική χοάνη κατάλληλη για την τήξη και την αποκάθαρση μετάλλου, χυτήριο νεοελλ. 1. (ειδικότερα) α) δοχείο από πυρίμαχο υλικό που χρησιμοποιείται στα εργαστήρια για την τήξη ή την πύρωση διαφόρων… … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
Αρκάδι — I Ιστορική μονή της Κρήτης, κοντά στο Ρέθυμνο, που το ολοκαύτωμά της το 1866 την ανέδειξε σε σύμβολο ηρωισμού και θυσίας. Η παλαιότερη ιστορία της δεν είναι ακριβώς γνωστή. Ιδρύθηκε ίσως κατά τα τέλη του 12ου αι. και πήρε το όνομά της πιθανώς από … Dictionary of Greek